- συγγενειάζω
- αμετ. родниться (по браку)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγγενειάζω — ΝΑ [συγγένεια] συγγενεύω νεοελλ. γίνομαι συγγενής εξ αγχιστείας με κάποιον … Dictionary of Greek
συγγενειάζω — σύν γενειάζω get a beard pres subj act 1st sg σύν γενειάζω get a beard pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)